Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Όμως μια νύχτα, θα πάρω όλες τις μπογιές κι όλα τα χρώματα, και θα αφήσω, όσα ονειρεύτηκα για σένα πάνω στον τοίχο που μου βγάζεις, με ιδιότροπες πιτσιλιές.
Και θα έρθει μέρα που θα είσαι σίγουρος, πως δεν θα γυρίσω να σου ρίξω ούτε μια ματιά, θα αναρωτηθείς, πόσες φορές περίμενα να δω αν με κοιτάς, αν με ζητάς, με τσαμπουκά ή παρακάλια.
Και θα είναι αυτό το τόσο δα, μια ολόκληρη θάλασσα.
Μια νύχτα που θα με χρειαστείς, για τον απλό και μόνο λόγο ότι σου είμαι τελείως άχρηστη.
Μια νύχτα που τα βήματα σου πίσω μου, θα με κάνουν να κοκκινίσω.
Μια μέρα που θα με μαλώσεις, σαν κλαψουρίζω, δεν με θες.
Μια μέρα που θα σου δώσω ένα ακουστικό, να ακούσουμε μαζί “cry me a river”
Μια μέρα που θα παίζουμε ξύλο στην αμμουδιά, να βγει της κάβλας η φόρα πάνω στα σώματα μας να το βουλώσουνε οι ενοχές.
Μια νύχτα ακόμη που θα γελάς σαν βλέπεις τι θάρρος μου δίνει το γέλιο σου.
Μια μέρα που πικρά τραγούδια θα με νανουρίζουνε, κι η υποψία νύστας θα τα κάνει εσένα.
Ένα μεσημέρι που μέσα στο θανατικό θα δω σε εσένα μόνο, σώμα.
Ένα άλλο που τρεχάτα σύννεφα θα γελάνε, σαν εσένα.
Θα πάω να μπω σε μια υποψία τότε, θα έρθει, και η εκπομπή του κόσμου θα λέει δεν ξέρεις ποτέ, και μην αναγνωρίζοντας το σουλούπι μου θα με ακολουθήσεις σε μια κατηφόρα και δεν θα ακούς την λύπη μου, θα βλέπεις μόνο, φραουλί μαλλιά κι ένα μαύρο φουστάνι.
Έτσι θα αρχίσουμε, με ένα « κάνει λύπη ναι;»
Και θα τελειώσουμε με ένα « κάνει ».

Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Weisse Steine

Λευκό το σεντόνι και μαξιλάρια ανάκατα, ένα κολάζ ημιτελές να με κοιτάει απορημένο, πεταμένη έξω εδώ και μέρες η κόκκινη φλοκάτη, να βγει μαζί με το χρώμα της όλο του χειμώνα το παράφορο, μια λίστα να παίζει όλο το βράδυ, τα γειά σου αναπάντητα στο msn,
χαμηλωμένα τα μάτια στον δρόμο, η αντιπαράθεση υγιής, όπως και το να αμφισβητείς τις δικές σου τις αγνές προθέσεις.
Μαλλιά κουβάρια τα σκεπάσματα, σκεπάσματα τα μαλλιά για τα χαμόγελα, ένα κασκόλ εσάρπα που με προστάτευε παλιά τις νύχτες χωρισμού, ένα όνειρο με δυο περαστικούς, ξέκλεψα κι εγώ χρόνο για να σου πω, να με φυγαδεύσεις πάλι, έτρεμα λέγοντας σου ψέμματα, φοβάμαι.
Παραλληλισμοί άδικοι ή δίκαιοι δεν έχει μεγάλη σημασία αυτό. Ένα ειλικρινές βρε δεν αντέχω, η διακοπή της μπατιριάς, το ανοιχτό μου αυτί στις αναπαραστάσεις του έξω κόσμου, τις προτιμώ, μιας και κουβαλάν μια αβεβαιότητα ηχηρή, σαν επιθανάτιο ρόγχο.
Οι κυνικές μου σκέψεις, γεμάτες ερωτηματικά κι αποφάσεις για αλλαγές.
Γίνε αυτό που θέλεις να είσαι, δεν είναι μικρό αυτό, μικρό μου...
Η ντεμπιντάν, οι σκουπιδοφάγοι, η φρικό-σκουφίτσα, καρικατούρες, χάρτινα πλάσματα που ζωντανεύουν σώζοντας με τρυφερά και βάρβαρα, απο της αγάπης τους ψυχαναγκασμούς.

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

να πληθαίνεις

να αναλώνεσαι διαγνώνοντας, περιπτώσεις αθεράπευτες...
και να κατεβάσεις 8 καινούργια τραγούδια, απο το
http://wxra.squat.gr/

Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

σχίζα

θα το σώσω όμως αγγελακικά, αν και εγώ και μόνο εγώ είμαι ο διαχειριστής (manager) αυτού του ιστολογίου.

"κρίμα να μην είσαι εδώ τέτοιες μέρες αν με βρουν, κρίμα να μην είσαι εδώ να γελάς και να σε ακούω
μα αυτό που με ξεκάνει και μου σταματά τον νου είναι που δεν είσαι καν αλλού"

αναίρεση

ρε γμτ, κάθε φορά που γράφω την λέξη έρωτας με πιάνουνε τα γέλια μετά. "τον αγάπησα, το παλιόπαιδο κ τέτοια". κι ο doc να μου κουνάει πρόστυχα το κεφάλι, σαν του τα λέω και να μου λέει " θα ζήσεις"
who the double bound has won and where it got us.
κολοκύθια βραστά.

βράδυ κι εχω φάει τα κουράγια μου...

Ένα αγόρι μου δείχνει πως δεν του αρέσει καθόλου να προσπαθεί να ξεκουβαριάσει την σκέψη του, μαζί με την δική μου, αλλά είναι πολύ κοντά, κι εγώ κοντά σε αυτό, στην μη κανονική εκείνη συνθήκη, που κινδυνεύουμε να τις φάμε.
Σαν ραμμένο στόμα, πονεμένο, μα μάτια γελαστά έτσι νιώθω τότε.
Ταλαιπωρούμαι με μόρια (πούτσες μπλε) που φουσκώνουν στο κεφάλι μου καταπιέζοντας τις σκέψεις μου, έλα κορίτσι μου, θυμάμαι τότε, κι ας μην ήμουν το κορίτσι του, λες και κρυφάκουγε τις αγωνίες μου.
Sick and destroyed but I will kiss again, έτσι νιώθω τότε.
Ακούω a million miles away, ένα βράδυ σαββάτου, clean and dry, ξέροντας πως όπως πάντα όλα θα συμβούν εκεί έξω, μην τα ρωτάς πως νιώθω τότε.
Τα κορίτσια κοιτάνε και αναρωτιούνται αν τρέμει η ψυχούλα μου, όταν προσπαθώ, να τοποθετηθώ.
Σαν γκριμάτσα αμήχανη και τρυφερή νιώθω τότε.
Διεσταλμένες κόρες και γέλια, και κόλλα το, και τέρμα με το ζεν. Και επιτέλους σαν σωστή κίνηση νιώθω τότε.
Παίρνω μια σταγόνα βροχής από μαύρα μαλλιά και παρατηρώ ένα πρόσωπο ευχαριστημένο, μισόκλειστα μάτια. Σαν να μπορούμε να παγώσουμε τον χρόνο νιώθω τότε. Σαν να βάζω σιγαστήρα στον δρόμο, σαν να διακτινίζω ασθενοφόρα, σαν να πατάω pause στις περαστικές για να αφοσιωθώ σε ένα παιχνίδισμα στα μάτια λες και τα κατοικούν ανοιξιάτικες μέρες.
Παλεύω το οχ της καλημέρας, με ένα αδηφάγο σ’ αγαπώ, με λόγια δανεικά από ένα ποίημα. Κάποιοι δεμένοι. Άλλος να με χτυπάει φιλικά στην πλάτη. Άλλη να φωνάζει συνθήματα και κάποια να με πρήζει με την επιφύλαξη. Κάποια να με καλοκοιτάζει. Κάποιοι να ξεσπάνε με κλωτσιές. Ο αέρας να κοπανάει τα παραθυρόφυλλα. Εσύ μέσα να κοιτάς έλεγες ένα σημείωμα.. Χωρίς λόγια, τότε και με ανάσα ακανόνιστη και με βραδινή αρυθμία και γαμώτο.
Κι όταν ερωτεύομαι ξανά τα αδιέξοδα πιο πολύ από τους ανθρώπους, σαν να αποφεύγω όρκους νιώθω στα σκοτάδια του καλογερικού, σαν να κατοικώ εγώ στους ψυχαναγκασμούς, αντί αυτοί σε εμένα. Σκοτάδι, θάλασσα, τρελός αέρας, κι άταχτη φυγή, παιδιού, όταν του λένε μην το ξανακάνεις.
Σαν να περιμένω στο κρύο έναν φίλο και σύντροφο να έρθει, τον Αύγουστο στην Αμοργό, ξημερώματα, σαν να κρατάω μυστικά , σαν να τα έχουμε μοιραστεί ήδη, αυτό νιώθω κάθε φορά που φεύγω, αυτό και κάθε φορά που με προλαβαίνουνε, αυτό κάθε φορά που μένω να υπερασπιστώ. Ανάσα…

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

ποιός και τι αποκεφάλισε τον μικρό πρίγκηπα

Ένα παιχνίδι αποκεφαλισμένο
Θα ξαναζήσουμε;
Σε αφορμάριστα χέρια να ψάχνουν το “come as you are „ σε τάστα και σε σώματα.
Με το πλαίσιο έλξης και αποστροφής, ένα σπίτι δίπλα στις γραμμές του τρένου.
Σε οικονομικές αγορές, σε κομμένες ώσεις, σε ξανακερδισμένες έξεις, σε αναβολές σε πελώριες παύσεις, σε οικονομικές διακοπές.
Θα ξαναζήσουμε;
Σε δανεικά, σε μεροκάματα κομμένα σε μισάωρα, σε καθυστερήσεις μικρές, στην χαμογελαστή διακοπή τους,
Σε υποχρεώσεις.

Η επιστήμη κάνει θαύματα, με λίγη κόλλα θα είναι ακριβώς όπως το ήξερα
Θα ξαναπαίξουμε;
Στον ήχο του κουρδίσματος πριν απο τις συναυλίες
Με ομαδικά παιχνίδια,
Χωρίς νίκη ή ήττα
Με πασιέντζες, με αρνητική βαθμολογία
Με ταινίες που ξυπνάν εφιάλτες, με τις ζωές των άλλων, με καλησπέρες στης εβδομάδας τα παράθυρα
Με βίαιους αποχωρισμούς, με κηνυγητά, με αυτά που αλλιώς τα λένε τραύματα, πληγές γεμάτες πύον, το σύμπτωμα της ίασης.
Με εξόδους αποφασιστικές ή ξένοιαστες,
Με μεθυσμένα λόγια, με απώλειες, με πρόσημο αρνητικό.
Με διανύσματα, πάνω σε κουτσές αποστάσεις, με συνέχεια
Με σώματα που αρνούνται να γιατρευτούν, κι άλλα που αρνούνται να αρρωστήσουν
Με σχολιασμό σε κάθε μικρή τους υπέρβαση

Άλλωστε απο παλιά είχε αφήσει, να τον πάει αλλού ένα δηλητηριώδες φίδι. Αυτό δεν είναι πραγματικότητα, δεν έχει κρέας, κόκκαλα και αίμα, είναι ένα παιδικό ενθύμιο

Θα ξαναγελάσουμε;
Στα πράγματα που κάνουν την καρδιά να χτυπά, και στα άλλα που γεμίζουν τα μάτια με δάκρυα
Στα ψυχοδιαλυτικά τρόλεϋ, στις ψυχοδιαλυτικές κραιπάλες, στην κόλα που εκρίνουν οι αγκαλιές, στο σάλιο των κακόπροαίρετων λόγων, σε αναμνήσεις που γκρεμίζουν νεύματα προληπτικά και ξυπνάνε κινήσεις προκλητικές
Στη σιχασιά

Στέκομαι εδώ, κι ο χρόνος τρελαίνει την πυξίδα μου, αδιαφορώ για την κατεύθυνση του ανέμου, θα ισοροπήσω πάλι, σε μια νοητή γραμμή
Κάθε ιστορία είναι μια ακόμη μοναξιά
Και κάθε μοναξιά να διαλύεται, σαν βρίσκω αυτό το κάτι που με μισεί.
Συμβαίνει και ποιός ξέρει τι σημαίνει.

Θα ξαναζήσουμε, σαν ζωγράφοι, σπάζοντας ακριβά μπουκαλάκια, για να στάξουν στην πλήξη όλα τα χρώματα.
Και σαν ηθοποιοί, για να ξεκουράσουμε τις ταλαιπωρημένες μας καλές προθέσεις, τα αληθινά, τα γαμημένα συναισθήματα
Σαν μουσικοί να ξεχωρίσουμε τους ήχους που δεν είναι θόρυβος, μέσα στην κόλαση φωνές, που μόνο κόλαση δεν είναι

Θα ξαναπαίξουμε σε μέρες αποφασιστικές και όχι ξένοιαστες, σε νύχτες χορού, σε πανηγύρια, σε μέρη με ανοιχτό ορίζοντα, ή βουλιαγμένοι στην μπόχα της μητρόπολης.
Με κεφαλοκλειδώματα, σε άδειες παραλίες.

Θα ξαναγελάσουμε κάτω απο την μπόρα με δυό σβησμένα τσιγάρα, με γέλια τρυφερά, με όνειρα αχρημάτιστα, και ανεκπλήρωτα
Ζητώντας απο τα λόγια ακρίβεια, για να χορτάσουν την λύσσα μας.

Θα συνεχίσουμε, θα πούμε, πάμε και δεν πάμε, αφού το έχουμε ξανακάνει, τώρα ξέρουμε πως γίνεται.
Μια και άλλη μια, γι αυτόν, γι αυτήν, για όλα.
Για ποιόν μικρό πρίγκηπα, για μένα.
Με μάτια ορθάνοιχτα
Ζαλάδα/ διαύγεια, και πάλι πίσω
Μηδέν/ ένα, και πάλι πίσω

Διαδρομή εκεί που ακούμε μόνο τα βήμματα μας, με θλίψεις, φάρους, σε τρεμούλες που στάζουνε σκοτάδια, νοσταλγίες να πνίγονται.

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Film d amore e d anarchia

Στο κέντρο πετάν πέτρες...
Η αναπηρία μου λαμβάνει τέλoς καθώς βλέπω την μανία στο μέτωπο κάποιου που επιστρέφει απο το κέντρο.
Ο δικός μου παππούς μου έλεγε παραμύθια με ηρωίδα την Γενοβέφα. Ακόμη γελάμε με το αδέρφι όταν θυμόμαστε την επιστολή νομιμοφροσύνης που είχε στείλει στην γιαγιά υπό τον φόβο της χουντικής λογοκρισίας. Φυσικά την ιστορία αυτή την ξερουμε απο αφηγήσεις, είναι κάτι σαν αστεία οικογενειακή ντροπή, κάτι σαν τον ήχο που βγάζει όταν ρουφάει το μυαλό απο το αρνί σούπα. Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιχ.
Την Γενοβέφα την ξανασυνάντησα στην κομμούνα του Μπρεχτ, κάποιος σύντροφος πίνει κρασί στο όνομα της, καθώς παρατηρώντας την διαπιστώνει ότι είναι φτιαγμένη απο πνεύμα, είναι άνθρωπος που κανένα υλικό ( εκτός απο αυτό των ονείρων) δεν θα την κρατήσει εν είδει προνομίου.
Η Γενοβέφα αυτή τελικά πεθαίνει στα οδοφράγματα του Παρισιού, δυο τρεις αναπνοές πριν ή μετά απο τον αγαπημένο της
Ο αγρότης, με χαμόγελο, το stendalismo της μητροπολίτικης Ρώμης, η μανία για το αίμα που θέλει να χύσει, η νέα ζωή, η περήφανη, αυτή που θέλει να φωνάξει με το πιστόλι του και τώρα θα ακουστεί. ΜΠΑΜ- ΜΠΟΥΜ.
Η ξαδέρφη, μα και μάνα του στον κόσμο που ονειρεύεται, μια πόρνη με ομορφιά φιδίσια, σε ένα μπορδέλο κοτέτσι, τα ζωγραφιστά φρύδια.
Κι οι μεγάλες φακίδες του αγρότη, στο πρόσωπο, μέρες στον ήλιο, μέρες στην ανάγκη, μέρες στον εξευτελισμό, νύχτες αυπνίας και τσιγάρου και σκέψεις και δισταγμός και ενοχή.
...και κάλτσες που πλέχτηκαν χίλιες φορές και πάλι ήταν τρύπιες...
Η τριπολι, η πόλη κι η γυναίκα αγάπη, πως μπορεί όμως να χωρέσει η μήτρα της μια ιδέα που δεν γεννήθηκε ακόμη;
Γι αυτό όλα τα κλάμματα; μου είχε πει κάποιος αγαπησιάρης.
Η ρεββέκα μια μικρή μου φίλη, πάντα είχε άνεση να ξεγλιστράει απο το γέλιο στο κλάμμα κι ανάποδα, μερικές φορές κατουριόταν, μερικές φορές μπροστά απο τον καθρέφτη, η διάγνωση της ήταν ψυχώσεις, με κάποιον λέγαμε πως αντί για ορμόνες εκρίνει αλκοόλ κάθε πρωί.
Και να ήταν μόνο αυτό...
Το κλάμμα ή ο φόβος, να σωπαίνουν μόνο με τον έρωτα.
Κι η άγρυπνη ξαδέρφη, να μουρμουρίζει εκδίκηση. Κι η βόλτα στην επαρχία, και το απρόσφορο γέλιο, και τα βλέμματα (στην συνθήκη εκείνη που υπάρχει συντροφιά), όταν ακούν τον φασίστα να κραυγάζει.
Κι η ανάγκη του έρωτα, μέσα στο μεθύσι και τον τσαμπουκά, κι ένα γατί, μια σταλιά, πάντα να ζητά μπελάδες.
Μια ζωή να φεύγει στα χέρια σου και πάντα το νανούρισμα, το πένθος, κι η υπόσχεση της θάλασσας, τα διλήμματα των όσων θα μείνουμε άνθρωποι στο τότε και στο εκεί στο σήμερα και στο εδώ. Και στις ταινίες φυσικά..
Και οι ήρωες αργότερα, εγκαταλείπουν το σκηνικό προσδιορισμένοι, απο τον χλευασμό, τι « για φαντάσου » τώρα.
Μαλακώνω, καθώς οι έρωτες βουρκώνουν όπως κι εγώ για αυτά που δεν προλάβαμε να γενήσσουμε, να μεγαλώσουμε. Και τι πάει να πει « ξέχνα τα όλα» απόψε;
Κι η απάντηση, έρχεται απο τα πράγματα, που δεν ωρίμασαν απλά, μα γέρασαν οι καταστάσεις να περιμένουν, για δυό ή δέκα ή είκοσι μέρες μα το ζήσαμε.
Κι ας με ήθελες « τυπικιά», κι ας μην ήμουν.
Και μελωδίες που ζωντανεύουν τηλεπαθητικά, στην υγεία των ματιών...
Δυο δέκα ή είκοσι μέρες, έρωτα, αναρχίας, οργής, ή πείσματος, μα γιατί ξέρουμε πως δεν θα τελειώσουν, γιατί ποτέ δεν θα εμπιστευτούμε την τρίπολι την άτυχη κι αυτό το γέλιο της το σαγηνευτικό και το εξεγερτικό που ξυπνάει τραγούδια μοβόρικα;
Γιατί μοιάζει ηλίθια όπως προσεύχεται χαράματα κι ύστερα το παίζει ρουφιάνα, και πάλι θα κλαίει. Λες και το κλάμμα της χωράει όλα τα κλάμματα κι όλον τον δισταγμό, ενός πολιτισμού νεκρο- ζώντανου.
Το σφύριγμα όταν του λιώνουν το κεφάλι, μέσα σε ένα σακί το άκουγε που και που στην πόρτα της, τότε που μόνο σίγουρη δεν ήταν. Αν δεν είχε ανοίξει αυτό το εικονοστάσι, η ιστορία θα ήταν διαφορετική, γι αυτό μην κλαις, πες γεια στην καινούργια μέρα με ένα οχ...
Ευτυχώς που κανείς δεν προλόγισε ή επιλόγισε ή απολόγισε, την ταινία, πάλι καλά, που το αύριο δείχνει ζωντανό ακόμη.
Κι όνειρα όχι γλυκά μα πικρά, σαν μαύρη σοκολάτα.

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

one sad morning without me

Πριν κοιμηθώ, με κούρδιζα σε μια μελωδία, "she's lost control again" εν είδει προσευχής.. Τα καλοριφέρ ήταν αναμμένα στο φουλ, οι εφιάλτες φτιάχνονται από τον ιδρώτα της απραγίας.
Οι γορίλες των εχθρών είχαν παραταχθεί, δείχναν τρελοί, τους καλοπιάναμε για να καταλάβουμε που το πάνε, κι ύστερα για να τους καθυστερήσουμε, χυθήκαν με μια φωνή στον δρόμο και ξέραμε πως το αντίπαλο τους στρατόπεδο ήταν το δικό μας, η φυγή κι ύστερα η αναμονή, σαν λεωφορείο, που κανείς εκεί μέσα δεν ξέρει που οδηγεί, ξέρει μόνο την στάση που θα κατέβει, μην ανησυχείς ένα βλέμμα λέει, εγώ πάω εκεί και ας μην ξέρω τι θα αντιμετωπίσω μπορείς να έρθεις αν θέλεις.
Μα ήταν η εγκατάλειψη που κομμάτιαζε κάθε διαύγεια και μην φανταστείς, με καταλύτη, δυο τρία πράγματα που κάποτε ήξερες για εμένα, μην εξηγήσεις την λέξη εγκατάλειψη με αυτά τα λίγα, και μην βιαστείς να ξερολιάσεις, να προσδιορίσεις.
Κι όταν είδα ένα γνώριμο λιμάνι κατέβηκα, η λογική με στριγγιά φωνή απαγόρευε κουτσές παρηγοριές. Θεματοφύλακας, της ηθικής (;) με άρπαξε από τον λαιμό, και με βία μου πήρε την ταυτότητα, χωρίς να δείξει την δική του και με άλλον έναν για υποστήριξη έλεγε και λίγα σου κάνω, κι έλεγα δείξε μου την ταυτότητα σου κι ήθελα απίστευτα να τελειώνω με δαύτους.
Σηκώθηκαν και φύγαν και δεν ήξερα αν έπρεπε να την κάνω ή να περιμένω να μου επιστρέψουν τα "στοιχεία μου", πήρα χαμπάρι έναν κύκλο γυναικών με παραδοσιακές στολές από διάφορες χώρες, τραγουδούσαν "εκδίκηση", κι ύστερα αποχαιρετισμοί καθώς φεύγαν κι εγώ επέστρεφα στον ξύπνιο, αναφιλητά, για την πάρτη μου. Μούσκεμα το μαξιλάρι όχι μόνο για τον εφιάλτη. Ανακουφιστικός ο βαθύς ύπνος ή η διακριτικότητα της διπλανής μου.
Τα δεύτερα σπίτια, που λέει και μια φίλη, ή και τα τρίτα, τα αγαπάμε, με ελπίδα, τα σπίτια που οι κάτοικοι τους θα πετάμε σπίθες στους εφιάλτες, υπάρχουμε.
Τώρα για τα "ευαίσθητα" στομάχια μααλόξ...
Το προζάκ των φτωχών είναι η "παρατήρηση ", η σιγουριά που τους δίνει το να παρεμβαίνουν παθητικά- επιθετικά στην ζωή σου και πραγματικά, είμαι σίγουρη για το εύρος των παρενεργειών του.
Για να είμαι επιθετική, μα όχι παθητική, βλέποντας το έψιλον που μου άφησε κάποιος για "επιμόρφωση" και διαβάζοντας το άρθρο που μου πρότεινε, δεν μπόρεσα παρά να μουρμουρίσω, "αστικά γουρούνια" προς δυο τρεις γνωστές και όχι και τόσο μακρινές κατευθύνσεις.