Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Film d amore e d anarchia

Στο κέντρο πετάν πέτρες...
Η αναπηρία μου λαμβάνει τέλoς καθώς βλέπω την μανία στο μέτωπο κάποιου που επιστρέφει απο το κέντρο.
Ο δικός μου παππούς μου έλεγε παραμύθια με ηρωίδα την Γενοβέφα. Ακόμη γελάμε με το αδέρφι όταν θυμόμαστε την επιστολή νομιμοφροσύνης που είχε στείλει στην γιαγιά υπό τον φόβο της χουντικής λογοκρισίας. Φυσικά την ιστορία αυτή την ξερουμε απο αφηγήσεις, είναι κάτι σαν αστεία οικογενειακή ντροπή, κάτι σαν τον ήχο που βγάζει όταν ρουφάει το μυαλό απο το αρνί σούπα. Ιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιχ.
Την Γενοβέφα την ξανασυνάντησα στην κομμούνα του Μπρεχτ, κάποιος σύντροφος πίνει κρασί στο όνομα της, καθώς παρατηρώντας την διαπιστώνει ότι είναι φτιαγμένη απο πνεύμα, είναι άνθρωπος που κανένα υλικό ( εκτός απο αυτό των ονείρων) δεν θα την κρατήσει εν είδει προνομίου.
Η Γενοβέφα αυτή τελικά πεθαίνει στα οδοφράγματα του Παρισιού, δυο τρεις αναπνοές πριν ή μετά απο τον αγαπημένο της
Ο αγρότης, με χαμόγελο, το stendalismo της μητροπολίτικης Ρώμης, η μανία για το αίμα που θέλει να χύσει, η νέα ζωή, η περήφανη, αυτή που θέλει να φωνάξει με το πιστόλι του και τώρα θα ακουστεί. ΜΠΑΜ- ΜΠΟΥΜ.
Η ξαδέρφη, μα και μάνα του στον κόσμο που ονειρεύεται, μια πόρνη με ομορφιά φιδίσια, σε ένα μπορδέλο κοτέτσι, τα ζωγραφιστά φρύδια.
Κι οι μεγάλες φακίδες του αγρότη, στο πρόσωπο, μέρες στον ήλιο, μέρες στην ανάγκη, μέρες στον εξευτελισμό, νύχτες αυπνίας και τσιγάρου και σκέψεις και δισταγμός και ενοχή.
...και κάλτσες που πλέχτηκαν χίλιες φορές και πάλι ήταν τρύπιες...
Η τριπολι, η πόλη κι η γυναίκα αγάπη, πως μπορεί όμως να χωρέσει η μήτρα της μια ιδέα που δεν γεννήθηκε ακόμη;
Γι αυτό όλα τα κλάμματα; μου είχε πει κάποιος αγαπησιάρης.
Η ρεββέκα μια μικρή μου φίλη, πάντα είχε άνεση να ξεγλιστράει απο το γέλιο στο κλάμμα κι ανάποδα, μερικές φορές κατουριόταν, μερικές φορές μπροστά απο τον καθρέφτη, η διάγνωση της ήταν ψυχώσεις, με κάποιον λέγαμε πως αντί για ορμόνες εκρίνει αλκοόλ κάθε πρωί.
Και να ήταν μόνο αυτό...
Το κλάμμα ή ο φόβος, να σωπαίνουν μόνο με τον έρωτα.
Κι η άγρυπνη ξαδέρφη, να μουρμουρίζει εκδίκηση. Κι η βόλτα στην επαρχία, και το απρόσφορο γέλιο, και τα βλέμματα (στην συνθήκη εκείνη που υπάρχει συντροφιά), όταν ακούν τον φασίστα να κραυγάζει.
Κι η ανάγκη του έρωτα, μέσα στο μεθύσι και τον τσαμπουκά, κι ένα γατί, μια σταλιά, πάντα να ζητά μπελάδες.
Μια ζωή να φεύγει στα χέρια σου και πάντα το νανούρισμα, το πένθος, κι η υπόσχεση της θάλασσας, τα διλήμματα των όσων θα μείνουμε άνθρωποι στο τότε και στο εκεί στο σήμερα και στο εδώ. Και στις ταινίες φυσικά..
Και οι ήρωες αργότερα, εγκαταλείπουν το σκηνικό προσδιορισμένοι, απο τον χλευασμό, τι « για φαντάσου » τώρα.
Μαλακώνω, καθώς οι έρωτες βουρκώνουν όπως κι εγώ για αυτά που δεν προλάβαμε να γενήσσουμε, να μεγαλώσουμε. Και τι πάει να πει « ξέχνα τα όλα» απόψε;
Κι η απάντηση, έρχεται απο τα πράγματα, που δεν ωρίμασαν απλά, μα γέρασαν οι καταστάσεις να περιμένουν, για δυό ή δέκα ή είκοσι μέρες μα το ζήσαμε.
Κι ας με ήθελες « τυπικιά», κι ας μην ήμουν.
Και μελωδίες που ζωντανεύουν τηλεπαθητικά, στην υγεία των ματιών...
Δυο δέκα ή είκοσι μέρες, έρωτα, αναρχίας, οργής, ή πείσματος, μα γιατί ξέρουμε πως δεν θα τελειώσουν, γιατί ποτέ δεν θα εμπιστευτούμε την τρίπολι την άτυχη κι αυτό το γέλιο της το σαγηνευτικό και το εξεγερτικό που ξυπνάει τραγούδια μοβόρικα;
Γιατί μοιάζει ηλίθια όπως προσεύχεται χαράματα κι ύστερα το παίζει ρουφιάνα, και πάλι θα κλαίει. Λες και το κλάμμα της χωράει όλα τα κλάμματα κι όλον τον δισταγμό, ενός πολιτισμού νεκρο- ζώντανου.
Το σφύριγμα όταν του λιώνουν το κεφάλι, μέσα σε ένα σακί το άκουγε που και που στην πόρτα της, τότε που μόνο σίγουρη δεν ήταν. Αν δεν είχε ανοίξει αυτό το εικονοστάσι, η ιστορία θα ήταν διαφορετική, γι αυτό μην κλαις, πες γεια στην καινούργια μέρα με ένα οχ...
Ευτυχώς που κανείς δεν προλόγισε ή επιλόγισε ή απολόγισε, την ταινία, πάλι καλά, που το αύριο δείχνει ζωντανό ακόμη.
Κι όνειρα όχι γλυκά μα πικρά, σαν μαύρη σοκολάτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: