Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

...

με έχει πιάσει μια πελλώρια νοσταλγία.
φταίει μια συνάντηση που συμφωνήθηκε (κι αυτές οι υποσχέσεις πάντα είχαν σαν αποτέλεσμα να μην με χωράει ο τόπος), φταιν οι πιέσεις της κομητείας, φταιν κι οι πιέσεις της κοσμητείας που απαιτεί την ανάλυση των δεδομένων σε αυστηρό ντεντλαην...
κάπως παλιά, στα μπαρ της αλλοτρίωσης, είτε επειδή δεν είχαμε λεφτά, είτε επειδή είχαμε ήδη αλκοόλ στην τσάντα, η γλυκύτατη χ, αποστόμωνε τις σερβιτόρες.
"Θα πιείτε κάτι;"
"δεν μπορώ, με πονάει το πόδι".
απάντηση που με καλύπτει σήμερα απο την κορφή μέχρι τα νύχια.
την δευτέρα μπήκα αυτογκόλ, κι απο τότε υπομένω τον ακούσιο εγκλεισμό μου. Δεν με χαλάει είναι η αλήθεια αυτό, δυο τρια πράγματα ζητούσαν όπως όπως μια τελεία, για να μπορέσουν να βγουν απο τα κουτιά τους.
στο κατ συνάντησα και κάμποσο κόσμο απο τα βραδινά εξάρχεια. κοιτώντας ένα κορίτσι με ανοιγμένο κεφάλι, θυμήθηκα τον γ. καμιά τριετία πίσω..οι πρώτες που θα πετάν πέτρες θα είναι τα κορίτσια με τα ροζ..
οι στιχομυθίες άπειρες στο κατ, οι περισσότερες αφορούσαν την πορεία.
πονούσα αρκετά για να ασχοληθώ με τις κοινωνικές τάσεις, αν και δεν μπορώ να πω ότι δεν χάρηκα με τα λόγια εκεί, νομίζω σπάνια έχει ο κόσμος ανοιχτά αυτιά σε αυτό που γίνεται στον δρόμο. τώρα θα μου πεις τι συσχετισμός είναι αυτός, ένα ανοιγμένο κεφάλι, για ένα ανοιχτό αυτί.
ενηγούεη δν ξέρω αν ήταν η ενέσιμη παρακεταμόλη, η ταλαιπωρία, το περιβάλλον, το αίμα, τριγύρω, ή όλα μαζί.
Ο Τζακ Σκέλιγκτον, πρόβαλλε για λίγο πίσω απο ένα κατσιασμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο. μέρυ κρισμας απεύθυνε μια ευχή στον καθένα και την καθεμία. με πιάσαν τα γέλια.
οι θειάδες έχουν πολύ ισχυρή άμυνα απέναντι στις παραισθήσεις, άρχισαν να φωνάζουν για να τον αγνοήσουν, μια χαρρρά, μια χαρρρά.
Βεβαιώνοντας έτσι μια υπόθεση που καιρό έχω στο μυαλό μου. το "μια χαρρρά" είναι ένας ισχυρός στατιστικός δείκτης πως όλα πάνε κατά διαόλου (εγώ προτιμώ τον τζακ), κι η ρίτα χέηγουορθ δν θα έρθει μαζί μας..

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

τι θα γίνει;

ας γίνει μια διακοπή ρεύματος.


Λες, “είναι ένα παιχνίδι” και χάνεσαι πίσω απο τα ράφια του σούπερ μάρκετ, αφού έχεις καβατζώσει ένα κουτί προφυλακτικά και ένα φακελάκι κουκουνάρια.

Θα πρέπει να σκεφτείς, το πότε, το πως, μην ξεχαστείς στο γιατί, τόσο μεγάλο, που ή ο ύπνος θα σε πάρει ή τα κλάματα.
Κι είναι ένα ένστικτο, να θες να προσπερνάς, και να έχεις άξονα αυτά, που μεγάλωσαν εσένα. Να χάνεσαι στην μνήμη, και να συνειδητοποιείς, δεν έχει νόημα, ότι κι αν συμβεί εκεί έξω, αν δεν μπορώ επιτέλους να οριοθετήσω την δικιά μου αξιοπρέπεια. Μα δεν έχει μια σταλιά αξιοπρέπεια, αυτός μου ο δρόμος, αν δεν μπορώ να δείξω στους άλλους, σήραγγες, που αψηφούν τον νοικοκυρεμένο μου φράχτη, και τους φέρνουν δίπλα μου.

Το γράψιμο πλέξιμο, ο δρόμος πάντα αγωνία, και το κοινωνικό της φάσης,που θέλει άμυνες γαμώτο. Είναι ένστικτο, μα πρέπει εγώ να διαλέξω, που θα πάω μπροστά, που θα ακολουθήσω το ένστικτο και που θα βγάλω νύχια και δόντια.

Παιχνίδι; σκύβω και μαζεύω μια βίδα, απλώνω την συλλογή μου στο πάτωμα κι ονειρεύομαι τις μέρες που θα σπείρω δέντρα με αυτές, ένα, για κάθε μηχανή. Κι είναι η λέξη όνειρο, αντί για σχέδιο, που με σαμποτάρει ασύστολα.

Ε, ναι, παιχνίδι. Με απλές κινήσεις, και φαντασία, και αιχμηρά κομμάτια πραγματικότητας. Και χοροπηδηχτά περνάς μέσα απο ορδές φονιάδων.


Κι ύστερα γυρνάω στο πλέξιμο. Αυτή η λέξη, μαζί με αυτήν, το τότε, το τώρα και το μετά. Να γίνει κάθε πρόταση μια πατημασιά, σε ένα έρημο πλακόστρωτο, που κάνει κάποιας την αϋπνία, ανησυχία, θυμό, παράπονο και μοίρασμα. Τα βήματα της στέλνουν ένα σήμα, τώρα, η ματιά της χαϊδεύεται με ένα άλλο βλέμμα, γεμίζει η ζωή της, κι αναρωτιέται για το δέσιμο, το μεταδοτικό.

Έχουμε φτιάξει, έναν χάρτη στο μυαλό μας, απο λέξεις, αισθήσεις, στιγμές, δεμένα σε μνήμες.. Είναι όμως μετριοπάθεια, να είμαστε σίγουρες πως κι άλλοι περάσαν απο τον ίδιο δρόμο, και τεμπελιά να μην εξηγούμε.
Γυρνώντας τα πόδια μας σε κοτρόνες, στον ίδιο δρόμο συνήθως, πάνω-κάτω, κι ούτε καταλαβαίναμε τότε πως με τα πέρα δώθε φτιάξαμε ανάμεσα στις πέτρες ένα αυλάκι, έναν δρόμο για το αίμα.
Που φεύγει προς την θάλασσα. Η πιο όμορφη αναπαράσταση που έχω δει για τον θάνατο, στέλνει ένα νεκρό παιδί στην θάλασσα, η θάλασσα χωράει όλα τα δάκρυα, μα αγριεύει με αυτά που φέρνει ο θάνατος.

Κι άλλες φορές δρόμος που περάσαμε φυσικά, ανώδυνα, ρυάκια ανυπόμονα, που συναντιούνται, κυνηγιούνται, προσπερνάνε το ένα το άλλο.

Σε εκείνη τη στιγμή του ξεσπάσματος, με τόση αλήθεια, με τόσο δίκιο, που ξέρεις πως κανένα αντιδραστικό ψευτο-επιχείρημα δεν θα είναι το ίδιο.

Στην στιγμή που ζητάμε βοήθεια, κατανόηση και αποδοχή για να φτιάξουμε την πετρόσουπα. Απο το τίποτε υλικά. Γυρνούσαμε, βράδια και βράδια στον ύπνο μας, για το αύριο το ελπιδοφόρο, που καμιά δεν ήξερε που θα βγάλει, και για το άλλο αύριο το ηλίθιο, που με γυρνάει σπίτι και κλείνει πόρτες, τραβάει κουρτίνες και με μισόλγα εξομολογούμαστε.

Παιχνίδι και γιορτή, αυτή η κίνηση που σε στοιχειώνει, μα κι η άλλη που σε κάνει να σκύβεις πάνω απο σελίδες, ανακαλύπτοντας μια άλλη ιστορία. Κι ύστερα, ισιώνεις την πλάτη σου και κοιτάς στα μάτια, ξέροντας με μαθηματική και κομματάκι τραγική ακρίβεια, το ύψος, την ηλικία, το μέρος που γεννήθηκες, την αγγαρεία που έβγαλες για να την ξαναβγάλεις, την ταυτότητα, την δικιά σου. Κάθε κομμάτι σου που είσαι σίγουρος πως είναι έτοιμο να σπάσει τις ώρες που νιώθεις το έδαφος κινούμενη άμμο, που μαζί με τα χνάρια, σβήνει σιγά- σιγά κι εσένα, πως κυλάει, όταν νιώθεις πως υπάρχουν τριγύρω αυτές που δεν θέλουνε να σε τσαλακώσουν, ή έστω όταν ξέρεις, πως μόνο ρευστός, μπορείς να αντέχεις, και να σε αντέχουν.

Λες είναι ένα παιχνίδι και γεμίζεις τα χείλη τραγούδια, όπως τον ηλεκτρικό θησέα, και τα μοιράζεις απο στόμα σε στόμα, και φεύγει η φωτιά ανάμεσα απο σειρήνες, και φεύγεις κι εσύ μαζί της, γκρίζος,γκρινιάρης, βιαστικός μα πάντα άπιαστα όμορφος σε σχέση με άλλους λαγούς που χάνονται ανάμεσα απο σαπουνόφουσκες. Στον ίδιο δρόμο κι η αλίκη ή η αριάδνη, χρονικά και χωρικά κοντά κι ασύμπτωτα, αφελής, ακοινώνητη κι ανίδεη,μα πάντα άπιαστη, κ με ευμετάβλητο μέγεθος, να μην χωράει στα καλούπια τους.