Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

τι θα γίνει;

ας γίνει μια διακοπή ρεύματος.


Λες, “είναι ένα παιχνίδι” και χάνεσαι πίσω απο τα ράφια του σούπερ μάρκετ, αφού έχεις καβατζώσει ένα κουτί προφυλακτικά και ένα φακελάκι κουκουνάρια.

Θα πρέπει να σκεφτείς, το πότε, το πως, μην ξεχαστείς στο γιατί, τόσο μεγάλο, που ή ο ύπνος θα σε πάρει ή τα κλάματα.
Κι είναι ένα ένστικτο, να θες να προσπερνάς, και να έχεις άξονα αυτά, που μεγάλωσαν εσένα. Να χάνεσαι στην μνήμη, και να συνειδητοποιείς, δεν έχει νόημα, ότι κι αν συμβεί εκεί έξω, αν δεν μπορώ επιτέλους να οριοθετήσω την δικιά μου αξιοπρέπεια. Μα δεν έχει μια σταλιά αξιοπρέπεια, αυτός μου ο δρόμος, αν δεν μπορώ να δείξω στους άλλους, σήραγγες, που αψηφούν τον νοικοκυρεμένο μου φράχτη, και τους φέρνουν δίπλα μου.

Το γράψιμο πλέξιμο, ο δρόμος πάντα αγωνία, και το κοινωνικό της φάσης,που θέλει άμυνες γαμώτο. Είναι ένστικτο, μα πρέπει εγώ να διαλέξω, που θα πάω μπροστά, που θα ακολουθήσω το ένστικτο και που θα βγάλω νύχια και δόντια.

Παιχνίδι; σκύβω και μαζεύω μια βίδα, απλώνω την συλλογή μου στο πάτωμα κι ονειρεύομαι τις μέρες που θα σπείρω δέντρα με αυτές, ένα, για κάθε μηχανή. Κι είναι η λέξη όνειρο, αντί για σχέδιο, που με σαμποτάρει ασύστολα.

Ε, ναι, παιχνίδι. Με απλές κινήσεις, και φαντασία, και αιχμηρά κομμάτια πραγματικότητας. Και χοροπηδηχτά περνάς μέσα απο ορδές φονιάδων.


Κι ύστερα γυρνάω στο πλέξιμο. Αυτή η λέξη, μαζί με αυτήν, το τότε, το τώρα και το μετά. Να γίνει κάθε πρόταση μια πατημασιά, σε ένα έρημο πλακόστρωτο, που κάνει κάποιας την αϋπνία, ανησυχία, θυμό, παράπονο και μοίρασμα. Τα βήματα της στέλνουν ένα σήμα, τώρα, η ματιά της χαϊδεύεται με ένα άλλο βλέμμα, γεμίζει η ζωή της, κι αναρωτιέται για το δέσιμο, το μεταδοτικό.

Έχουμε φτιάξει, έναν χάρτη στο μυαλό μας, απο λέξεις, αισθήσεις, στιγμές, δεμένα σε μνήμες.. Είναι όμως μετριοπάθεια, να είμαστε σίγουρες πως κι άλλοι περάσαν απο τον ίδιο δρόμο, και τεμπελιά να μην εξηγούμε.
Γυρνώντας τα πόδια μας σε κοτρόνες, στον ίδιο δρόμο συνήθως, πάνω-κάτω, κι ούτε καταλαβαίναμε τότε πως με τα πέρα δώθε φτιάξαμε ανάμεσα στις πέτρες ένα αυλάκι, έναν δρόμο για το αίμα.
Που φεύγει προς την θάλασσα. Η πιο όμορφη αναπαράσταση που έχω δει για τον θάνατο, στέλνει ένα νεκρό παιδί στην θάλασσα, η θάλασσα χωράει όλα τα δάκρυα, μα αγριεύει με αυτά που φέρνει ο θάνατος.

Κι άλλες φορές δρόμος που περάσαμε φυσικά, ανώδυνα, ρυάκια ανυπόμονα, που συναντιούνται, κυνηγιούνται, προσπερνάνε το ένα το άλλο.

Σε εκείνη τη στιγμή του ξεσπάσματος, με τόση αλήθεια, με τόσο δίκιο, που ξέρεις πως κανένα αντιδραστικό ψευτο-επιχείρημα δεν θα είναι το ίδιο.

Στην στιγμή που ζητάμε βοήθεια, κατανόηση και αποδοχή για να φτιάξουμε την πετρόσουπα. Απο το τίποτε υλικά. Γυρνούσαμε, βράδια και βράδια στον ύπνο μας, για το αύριο το ελπιδοφόρο, που καμιά δεν ήξερε που θα βγάλει, και για το άλλο αύριο το ηλίθιο, που με γυρνάει σπίτι και κλείνει πόρτες, τραβάει κουρτίνες και με μισόλγα εξομολογούμαστε.

Παιχνίδι και γιορτή, αυτή η κίνηση που σε στοιχειώνει, μα κι η άλλη που σε κάνει να σκύβεις πάνω απο σελίδες, ανακαλύπτοντας μια άλλη ιστορία. Κι ύστερα, ισιώνεις την πλάτη σου και κοιτάς στα μάτια, ξέροντας με μαθηματική και κομματάκι τραγική ακρίβεια, το ύψος, την ηλικία, το μέρος που γεννήθηκες, την αγγαρεία που έβγαλες για να την ξαναβγάλεις, την ταυτότητα, την δικιά σου. Κάθε κομμάτι σου που είσαι σίγουρος πως είναι έτοιμο να σπάσει τις ώρες που νιώθεις το έδαφος κινούμενη άμμο, που μαζί με τα χνάρια, σβήνει σιγά- σιγά κι εσένα, πως κυλάει, όταν νιώθεις πως υπάρχουν τριγύρω αυτές που δεν θέλουνε να σε τσαλακώσουν, ή έστω όταν ξέρεις, πως μόνο ρευστός, μπορείς να αντέχεις, και να σε αντέχουν.

Λες είναι ένα παιχνίδι και γεμίζεις τα χείλη τραγούδια, όπως τον ηλεκτρικό θησέα, και τα μοιράζεις απο στόμα σε στόμα, και φεύγει η φωτιά ανάμεσα απο σειρήνες, και φεύγεις κι εσύ μαζί της, γκρίζος,γκρινιάρης, βιαστικός μα πάντα άπιαστα όμορφος σε σχέση με άλλους λαγούς που χάνονται ανάμεσα απο σαπουνόφουσκες. Στον ίδιο δρόμο κι η αλίκη ή η αριάδνη, χρονικά και χωρικά κοντά κι ασύμπτωτα, αφελής, ακοινώνητη κι ανίδεη,μα πάντα άπιαστη, κ με ευμετάβλητο μέγεθος, να μην χωράει στα καλούπια τους.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

....................

όχι δε θα πω τίποτα, τα είπες όλα!

φιλιά,

caveman

Ανώνυμος είπε...

Σπάνια σε καταλαβαίνω, αλλά πάντα σε αγαπώ· το ξέρεις, ή καλύτερα: το θυμάσαι, ελπίζω…

Ο Βορράς σε περιμένει…

Από την Κομητεία (κι όχι την κοσμητεία)

Ανώνυμος είπε...

αγαπητότατοι, δεν μελετούσα καλύτερα ένα σακί με μπύρες; (ο λαός λέει ένα τσουβάλι λίρες, αλλά περί ορέξεως...).
το γύρισα το πόδι εχτές, και προβλέπεται μακριά και βαρετή αυτή η εβδομάδα για εμένα.
ανταπόκριση απο το κατ σε άλλο επεισόδιο.
φ.
φούρφουλο