Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

τσολιά μου..



καβάλα στο πατίνι της και στην τρίχα ντυμένη, πέρασε απο τον οαέδ να ανανεώσει την κάρτα της γαμώ ανεργίας της

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

στον μηνά όπου και να 'ναι..
στην βάλια που είναι κάπου εκεί τριγύρω..

Με ξύπνησε ένας ήλιος εντελώς ανοιξιάτικος. Η μέρα ήταν βαρετή και αναμενόμενη, τα ίδια λόγια, οι ίδιες ημι-υποχρεώσεις, το χαμογελαστό μου μεροκλάμματο. Και πραγματικά δεν έβρισκα λόγο να παρευρεθώ σε αυτήν την συνάντηση.
Έφτασα κουκουλωμένη και με μισή καρδιά, κι ένα χρόνο μετά, ήμασταν πάλι ανοιχτές πληγές. Κάπου εκεί σε είδα/δεν σε είδα, με τα μαλλάκια σου κοντά και λιγάκι πιο γεμάτο, να ανεβαίνεις τα σκαλιά και να κοιτάς ευθεία και χωρίς αναστολές, σαν να φώναζες κι εσύ για το αίμα που κυλάει και να χαμογελάς και να μου λες, σε θέλω εδώ. Και σε συγχώρεσα που σε αγαπούσα και μπορούσες να με κρατήσεις ή να με διώξεις, να κάνεις την πόλη με την απουσία σου, εξορία.
Και πάει καιρός που δεν είμαι πια βρωμόγατο, να τρώω τις σαρδέλες που μαγείρεψε η μαμά του αλέξη στο μπαλκόνι, και να σκανάρω την πόλη και τα σημεία συνάντησης.
Και είχε λήξει η ιστορία μας όπως την φαντάστηκε η φίλη μου, έναν χειμώνα, μέσα στο χιόνι.
Αναρωτήθηκα σε ποιά κατηφόρα θα μας τρέξουν την επόμενη φορά, και πόσο ακόμη θα αντέξει το κρέας μου, ήταν ο ήλιος εκείνη τη μέρα αμείλικτος.
Και θυμήθηκα ύστερα τι σημαίνει εκδίκηση, στο εδώ και στο τώρα, μια παρένθεση μόνο τα εγώ που γίνονται νταλίκες, και τα κοινωνικά ρουφιανιλίκια, τα κατ' ιδίαν σαν απάντηση, λεκτικά χαστούκια κι η πρόταση τα μάτια που γυαλίζουν και προστάζουν, τώρα, και στον ήλιο που γλύφει τις πληγές και διατάζει εδώ.
Και ανθρώπινα, και μεταξύ μας :-) δεν είναι το ίδιο..