Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

toy toll (kai pali)

Το όνειρο μου με παράτησε στην μέση ενός χειμώνα. Κι ακόμη κι αν μεγάλωσα και λέω πως ξέχασα, θυμάμαι ακόμη τους πόνους από τα αν του να μου ξεσκίζουνε την μήτρα.
Μέσα στην παγωνιά, ξυράφια φόρεσα στα πόδια μου, μην τυχόν ώρα κακή με βάλει να κοκκινίσω με της μούρης μου τα αίματα το χιόνι.
Την ζωή μου σαν εμετό αφηγήθηκα σε έναν κύριο μια γκαστρωμένη νύχτα. Και θα έλεγες, αν άκουγες σίγουρα θα το έλεγες, πως μόνο εγώ και αυτός την είδαμε ένα βράδυ, τόσο μικρή την ζωή και τόσο ξυνισμένη.
Σιγά το όνειρο, ένα σκατόμωρο, και θα στο ξαναπώ: με άφησε στην παγωνιά, σκουφώνοντας με μέχρι τον λαιμό να μην κρυώσω τάχα.
Ούτε ανάσα δεν μπορώ να πάρω ανόητε!
Σκούφος, ένα είδος καπότας, για το συνάχι και για την σκέψη την ανεξέλεγκτη. Και για τον έρωτα.
Κι ούτε κατάλαβα πως άλλαξε η εποχή από τότε. Να σου τώρα, τα μάτια του να κάνουν ζουμ στην μύτη μου, το στόμα σε ασφαλή απόσταση να γελάει, να λέει, « μικρή μου»…
Ακούς εκεί μικρή μου....
Γέμισε η μύτη σου φακίδες. Αυτό ήθελες μονάχα, λιγάκι ήλιο.
Στον ύπνο μου επέζησα από βιασμό, κι έπειτα ήρθε το γούρι μου στην αρχή ενός καλοκαιριού να με γιατρέψει. Γι αυτό δεν ένιωσα, δεν νοιάστηκα.
Μόνο μια κυρά σιχάθηκα, άχρηστο κρέας, που μου είπε για να με παρηγορήσει και καλά, πως τέτοιοι είναι οι πόνοι της γυναίκας, τα βάσανα, ένας σταυρός προσαρμοσμένος για μουνάκια.
Όταν ξύπνησα, ήμουν ακόμη εκεί που με άφησες, να μην το ξαναλέω, έτσι;
Περίεργος ο δρόμος αν από πριν ξέρεις τους φράχτες τριγύρω. Ξυπόλυτο το βάδισμα, κι ας μην το βλέπεις, το νιώθεις το συρματόπλεγμα τριγύρω. Γρήγορο περπάτημα, με δίχως πάθος βρισιές ανάμεσα από τα δόντια.
Σαν το σχολείο, τις μαλακίες, το οκτάωρο, σαν μύγα και οι υπερωρίες ξύγκι. Σαν κουβέντα με σύζυγο, ή το διάβασμα παιδιών, σαν πλύσιμο πιάτων, σαν σαββατιάτικη κραιπάλη.
Ένα κουφό σώμα που λικνίζεται, και βρισιές που ακούγονται χωρίς να ξεθυμαίνουν οι καβγάδες, χημικές βροχές που και που. Φυσικά μπύρες. Και βιαστική επιστροφή των μπουκαλιών, να μην θυμάμαι.
Την βουτιά στο κρεβάτι και το πνιχτό « καληνύχτα », πριν τα μεθυσμένα λόγια με την φροντίδα της σιωπής, πολλαπλασιαστούν σε συναισθήματα και σε νοήματα, στα κεφάλια μας.
Τώρα η ώρα είναι δώδεκα, πολλά ψηφιακά ρολόγια θα δείχνουν τέσσερα ωραία μηδενικά, μα αυτό δεν είναι τίποτε σπουδαίο, συμβαίνει κάθε βράδυ, για να μην αναφερθώ σε ρολόγια που κολλήσαν, ή πάνε μπρος, ή πίσω.
Αναγνωρίζω πια το περίεργο πρόσωπο σου στον πολύ κόσμο. Χάρηκα που όταν σου είπα να πάρουμε σπρέυ και χαρτόνια, πιαστήκαμε χέρι χέρι και κρατηθήκαμε για λίγο. Κι ότι τράβηξες το χέρι σου όταν ξαναβρήκες συνείδηση, δεν μπορώ να πω τι σήμαινε αυτή η κίνηση για εμένα. Εννοώ πως με έκανε να νιώσω…
Τι περιθώρια μου αφήνει να μην φοβάμαι, να μην σε τρομάξω, πόσους χαμένους οργασμούς ζωγραφίζει, τι χρόνο σου δίνει μέχρι να φας κλωτσιά.
Αν θα μπορέσουμε κι εμείς μια μέρα όπως κάθε πιστός να παινευτούμε, « κάνουμε πράγματα μαζί », σε ένα φανταστικό ζηλόφθονο ακροατήριο, κι όλα τα συναφή.
Ή αν απλά γεμίσουμε τον κόσμο εξυπνάδες, σκέψεις και συνθήματα. Η αν απλά γελάσουμε που στερέψαμε από ιδέες και ακτιβιστικά κίνητρα νωρίς νωρίς. Κι αν στο φινάλε αρσενικό θα μου μάθει τα κατατόπια.
Και για να καταλήξω, ιδέα δεν έχω αυτή η συνάντηση, κι αυτό το κράτημα τι ήταν. Το ξέρεις, το μωρό μου με άφησε μαζί με άλλες, όχι πολλές μα ούτε λίγες αγάπες.
Μα άλλαξαν καιροί και μέρη από εκείνη την παγωνιά, σχεδόν κάθε μέρα είναι πια λιακάδα.
Δεν εννοώ καμιά τρελή χαρά, απλά και ανώμαλα καιρικά φαινόμενα.
Χάνεται τώρα η ιδέα, η πρωινή ανάμνηση, την πνίγουν γερασμένες θεές του έρωτα.
Κακογαμημένες, κακόπληρωμένες, πλαδαρές κυρίες, με βιασμένα χαμόγελα.
Κι ακόμη κι αν κλαίγομαι, κι ακόμη κι αν κρύβεσαι τώρα στα γέλια και τα βυζιά μιας άλλης φιλενάδας σου…
Τα κτίρια χάνονται για μια στιγμή, ο κόσμος γίνεται αιμοσφαίρια, σοφά τοποθετημένα, με αρχιτεκτονική μαεστρία, ή με όλο χάρη αδιάκοπα κινούμενα.
Κι ύστερα το μάτι επιστρέφει πάλι, κουρασμένο από εικόνες, χαζοκοιτά πάλι, δεν βλέπει.
Άσχετα με τα πολλά τα όνειρα της σκέψης, δεν είναι οι ενοχές που βαραίνουν τα όνειρα του ύπνου, ούτε τα ξέφτια μιας μακρινής και τάχα έξαλλης εφηβείας.
Αυτό που διώχνει τον ύπνο, ή τον κάνει ανυπόφορο, είναι η φωνή σου μπλεγμένη σε τρυφερό τραγούδι. Να στάζει νοσταλγία, οικειότητα, συγχώρεση, να απαγορεύει κάθε επιστροφή.
Καλά μου λέει έκανα, που έκλεισα την πόρτα, με βιασύνη κατέβηκα τις σκάλες, για να γυρίσω στην ασφάλεια της μοναξιάς μου.. και τι κι αν σε άφησα στην μέση ενός χειμώνα…
Πως η ψυχή μου είναι καθαρή μου λέει. Μα δεν μου λες το όνομα μου. Με αποκαλείς όλο συγχώρεση, στρατιώτη.
Τι να σου λέω τώρα βραδιάτικα, τι να μοιρολογάω..
Για ιστορίες ενός κόμη, τρελού και ξεχασμένου, ή τα προβλήματα μου όταν πέφτω για ύπνο, πριν να ποτίσω την ανασφαλή πενθούσα φίλη μου…

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Λογοτεχνία, σου λέει ύστερα… Θάνατος στην λογοτεχνία! Κάτω ο επίσημος δοκιμιακός λόγος! Ποιος Proust και ποιος Albert Camus; Φούρφουλο and the brains at the bars (ελληνιστί: και τα μυαλά στα κάγκελα).

Και παρά το κλασσικό σφίξιμο κάπου, προς το στομάχι (γιατί άραγε; Ξέρω περίπου, αλλά γιατί ακριβώς;), επιμένω να χαίρομαι βαθύτατα που τα διαβάζω όλα αυτά. Και το ξαναλέω: είμαι ευτυχισμένος που βλέπω τα κείμενα να ανεβαίνουν συχνότερα.

eep this rate & thanks για τα πακετάκια χαράς.

Edward the confessor

φούρφουλο είπε...

έντουαρντ ποιός; εγώ μόνο τον έντουαρντ τον ψαλιδοχέρη. είσαι μεγάλος κόλακας (αυλικός;) όμως και γουστάρω..
γι αυτό κι ανέβασα αυτό, απο την αποθήκη...