Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2009

something old and something blue

Σε αυτές τις περιπτώσεις, που αυτό που με ενδιαφέρει μοιάζει ή είναι μακρινό. Όπως το να προσπαθώ, να γράψω στο σκοτάδι, με δώδεκα κεριά αναμένα. Κρατάω την σιγουριά πως το αποτέλεσμα κρατάει σταγόνες διάυγειας.
Είναι μια συγκεκριμένη μου κίνηση- ένα τράνταγμα που προσπαθεί να μην περιέχει στοιχεία ερωτισμού- που υποκαθιστά τις σκέψεις και τις προσδοκίες μου για έρωτα, και έναν αμοιβαίο δισταγμό για επικοινωνία. Αυτό που πυροδοτεί είναι απλά και μόνο σημεία, σημάδια κοινωνικά.
Δεν πρόκειται για το ασυνείδητο που βγαίνει και κατασπαράζει, είναι απλά και μόνο μια κοινωνική σύμβαση.
Το γέλιο, πηγαίο ή όχι, δεν είναι κοροϊδία, μα ποιά λανθάνουσα επικοινωνία δεν κινδυνεύει να γίνει μάχη, ειδικά όταν γνωρίζουμε πως κινδυνεύουμε να κουβαλήσουμε σαν ενοχή την σαπίλα ενός ολόκληρου κοινωνικού συστήματος, το οποίο βλέποντας τη θάλασσα μας να βαλτώνει παίρνει τις ανάσες του;
Και δεν θέλω κανένα σπίτι να σκεφτώ, ούτε το γιατί οι φίλοι- ευχαριστώ- και οι φίλες- παρακαλώ- πρόλαβαν να με νουθετήσουν πριν με νουθετήσω εγώ.
Θέλω να κουμπώσω σε έναν ώμο, να μπω μέσα σε ένα σώμα, να ανταλάξω, να μην είμαι η κάβλα, να μην είμαι αντικείμενο, χλευασμού ή πόθου, μανταλάκι, καροτσάκι.
Και τα βαρέθηκα τα συναισθήματα, σαν να πολεμάω μόνη μου την τρέλα μου. Και το τηλέφωνο κάνει πάλι του κόσμου τα παράσιτα.
Και δεν είναι ανάγκη, την θλίψη, την απώλεια, να την μεταφράσω σε κατάθλιψη, όπως επίσης δεν είναι ανάγκη, να τοποθετήσω κανέναν άντρα να στρέφεται γύρω μου.
Αφού η ανάμνηση της εμπειρίας μου στα Γόμορα, μου αποκάλυψε λαχτάρα, ευγνωμοσύνη για ένα παλιό συναίσθημα, δέσιμο.
Και πως μπορώ να έρθω σε εσένα, " με άντρες πνιγμένους στα μαλλιά μου";
Πως γίνεται να βρεθούμε, να κοιταχτούμε ευθεία, αν όχι σε αυτήν την μη κανονική συνθήκη όπου εγώ ξεπερνώ τον εαυτό μου;
Και ίσως να είναι απλά ότι τον προσπαθούσα πάντα τον έρωτα με μανιά, την διεκδίκηση με μανία.
Με θέλω να είμαι κοντινή, οικεία, πως γίνεται η συναναστροφή να μην δημιουργεί προσδοκίες;
Και πως να τις αξιοποιήσω αυτές τις προσδοκίες, αντί να τις σαμποτάρω;
Κι ας μην χύσει κανένας ή καθένας ιδεόκαυλος.
Πονάει ο κυνισμός, αυτά που εγκαταλείπονται, η ψεύτο-ανωτερότητα.
Ξέρω πως γράφω, εν είδει εξομολόγησης, για να σώσω, τον συναισθηματισμό μου, τη σφαίρα επιρροής μου, την μέσα ζούγκλα μου, το καταφύγιο μου, αυτό το ποτάμι που με κρυφάκουσε, αυτόν τον πύργο, που κατοικείται απο ανθρώπους μελλοντικά ζωντανούς, την πράσινη πόρτα, που ανοίγει πέρασμα σε υποτασικά όνειρα, κάποιο βλέμμα, όπως εγώ το μεταφράζω, μερικά όμορφα πράγματα ακόμη..
Αυτά που είμαι εγώ, που με βρήκα να τα υπερασπίζομαι, φωναχτά, πεισμωμένα, λες και δεν έμεινε καμιά άλλη μάχη πέρα απο τον διάλογο. Κι ύστερα μοιάζει να μην υπάρχει άλλη διέξοδος, πέρα απο τις μπύρες, το κρασί, το γράψιμο, τις ανυπόμονες και βιαστικές συνευρέσεις.
Πόσο παρακμιακός είναι ο παλιός μου σπιτονοικοκύρης, ο συναίτερος της Βάσως, οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι μια καρικατούρα στην τιβί μπορεί να αλλάξει την ζωή τους, οι πεινασμένες για επιβολή γυναίκες, οι ψευτό-σίγουροι άντρες που θεωρούν σχέση να σου επιβάλλουν την κάβλα τους, η συγκρατημένη αισιοδοξία των πρωινών καλοντυμένων ανθρώπων, με συμπεριφορά αγέλης, στο μετρό, στο τρένο, στον δρόμο.
Τα ειρωνικά βλέμματα τριγύρω.
Πόσο πιο πολύ μπορεί να με αρρωστήσει, αυτή η μπλόφα του συλλογικού ασυνείδητου;
Πόσο μελαγχολικό είναι το πρωινό ξύπνημα. Πόσο παρήγορη η ιδέα ότι κάποιος με σκέφτεται όταν ξυπνάει.
Φαίνονται τώρα τρομακτικές οι σχέσεις, η βία τους, το χάος τους. Τα ασφαλή τους όρια ασφαλώς.
Και σε όλα αυτά, η συμπαθητική, η εύθραυστη λογική μου. Και η ανάγκη για ένα απαλό πως περνάς, σαν μια παρένθεση απο τις ζωές των άλλων.
Όπως αποκρυσταλλώνεται η παρουσία σου, μέσα απο την ηρεμία, οι συμπεριφορές δεν δείχνουν κάτι άλλο εκτός απο συμπάθεια.
Δεν υπάρχει αναζήτηση, σε λόγια ή γραπτά. Φαίνεται σαν να μην μένουν πολλά λεκτικά, ο φωτισμός δεν βοηθάει.
Τέρμα οι σκέψεις, οι ψεύτικες συγκρούσεις, τέρμα τα κεριά, τα λεφτά, τα συμβόλαια, οι μέρες γαμό-έρωτα, που μου έφαγαν τα χρόνια..
Τέρμα οι ενοχές, τέρμα οι πόνοι.
Ποιά έχωσε στην τσάντα μου αυτόν τον καπνό; Γιατί με αγαπάει; Γιατί μαλακώνω τόσο με μικρά κομμάτια αγάπης;
Τι μου δίνει σιγουριά, γιατί θέλω να συνεχίσω;
Σίγουρα όχι μόνο αυτή η πέτρα που δεν ξέρω πως να την πετάξω, μα είμαι σίγουρη πως θέλω να βρει στόχο.
Όχι μόνο αυτό το αγόρι που δεν ξέρω πως να του μιλήσω, κι ούτε είμαι σίγουρη πως θέλω να με ακούσει..
Και για να εισάγουμε στο νέο μέσο την διάδραση (για πες κι εσύ αναγνώστη/ρια), ... το ένα αυτί ακούει το άλλο και τα δυό...
ε; ε;

2 σχόλια:

caveman είπε...

Αφήνω τα μάτια μου μπροστά στην πράσινη πόρτα και πέφτω για υποτασικά όνειρα.

Μια μέρα ξαφνιάστηκα που βρήκα τα μάτια μου υγρά. Μα γιατί ήταν υγρά; Γιατί είχα κλάψει, αφού δεν ένιωθα άσχημα; Μόνο μετά από ώρα θυμήθηκα ότι τα ξεραμένα δάκρυα τα είχε προκαλέσει το γέλιο μου..

Δεν ξέρω ακριβώς γιατί θυμήθηκα αυτήν την ιστορία διαβάζοντας τα παραπάνω.

φούρφουλο είπε...

Ούτε εγώ ξέρω caveman, πως θυμήθηκες αυτήν την ιστορία.
Ας υποθέσουμε όμως, πως περνώντας το όριο της αντίληψης των αισθήσεων, τα ενστικτώδικα γέλια και κλάμματα, σχηματίζουν τις δικές τους ακολουθίες λέξεων.
Και έτσι μπαίνουν σε μια ιστορία, για αυθάδικα και τσαμπουκαλεμένα γέλια, όταν αυτή μοιράζεται.
Τις καλησπέρες μου!