Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

η βάγια, ο μηνάς, ο τζώνυ και η παρελθοντολαγνεία



Ανοίγοντας η Βάγια τον υπολογιστή που αποκαλούσε Τζώνυ, δεν ένιωσε ευχάριστα ούτε δυσάρεστα…
κόντευε ένα 8μηνο που είχε να έρθει σε επαφή μαζί του. Μόνο την ψυχρή του όψη έβλεπε όλους αυτούς τους μήνες και το μόνο που της προκαλούσε ήταν αδιαφορία. Γι αυτό κουνιόταν νευρικά στην πολυθρόνα και γι αυτό ένιωθε την ένταση να μαζεύεται ανάμεσα από τα πυκνά της φρύδια. Τους τελευταίους μήνες είχε χάσει την αυτοπεποίθηση της, τόσο που ξαπλωνόταν στο πάτωμα και έκανε κοιλιακούς.
Όλα αυτά τα τυποποιημένα κορμιά που έβλεπε καθημερινά σε αφίσες στον δρόμο και στην τηλεόραση στο σπίτι, την έκαναν να πιστεύει πως θα πρέπει να είχε κάποιο πρόβλημα, πως η εμφάνιση της ήταν κάπως-κάπως.
Τι από όλα αυτά θα μπορούσε να φταίει; Με αυτήν την σκέψη πάτησε το escape και βγήκε από την πασιέντζα. Κοίταξε τον Τζώνυ κατάματα, σχεδόν ερωτικά, έσφιξε γροθιές τα χέρια της και πήγε να κάνει ένα κρύο ντουζ. Ο Τζώνυ όμως είχε άλλη άποψη. Όχι ότι οι μηχανές έχουν άποψη, αλλά 8 μήνες άπραγο κουτί, φιλοξενούσε μεταξύ σκληρού και μνήμης μια αράχνη μαζί με ολόκληρο το σπιτικό της.
Το κρύο ντουζ ήξερε η Βάγια, πως βοηθάει τα νεύρα, που τον τελευταίο καιρό δεν την στήριζαν. Μιλάμε για μια κατάσταση όπου τα πόδια τρέμουν και τα πετσάκια από τα δάχτυλα της γαντζώνανε στις συνθετικές της μπλούζες. Κι έτσι κάπως κάθε εχθρός, φίλος, γκόμενος ή φαντασιακός εραστής, όπως και οι κοινές φίλες, είχαν γίνει ντάμες, ρηγάδες και βαλέδες.
Το τελευταίο ερωτικό ξεγλίστρημα δεν την βοήθησε καθόλου να ξεπεράσει ηλίθια ενοχικά συναισθήματα που ένιωθε για την φυγή της και την στείρα ανάγκη να την εκτιμούν.
Την αράχνη δεν την απασχολούσαν τέτοιες σκέψεις καθώς ετοιμαζόταν να γευματίσει μια καλοαναθρεμένη μύγα.
Άκουσε την φωνή της να λέει « σας παρακαλώ μην με πειράξετε» , σαν καμιά ανήμπορη γριούλα αν και ήταν μόνο 30 χρονών. Απευθυνόταν σε μια σειρά από καλίγραμμες γυναικείες πλάτες, ζωγραφισμένες με τα εξώφυλλα των δίσκων των pink Floyd.
Ο θάνατος και η μύγα κοντράρονταν ασύστολα. Ήταν που η δεύτερη ήταν σίγουρη πως η ώρα της δεν είχε έρθει ακόμη. Η λύσσα της για επιβίωση ήταν τέτοια που άθελα της κατάφερε να αποσυνδέσει τον σκληρό από την μητρική.
Ανέφικτα πράγματα, είπε ο Τζώνυ και βόγγηξε. Ββββουουουπ! Ήχος που της θύμισε τα γέλια που έκανε κάθε φορά που έτρωγε σαβούρδα. Ξυπόλυτη και με νωχελικά βήματα που άφησαν πίσω της υγρά αποτυπώματα πλησίασε τον Τζώνυ. Τον κοίταξε πάλι. Τι είναι βρε αγόρι μου πάλι του είπε. Πριν 8 μήνες δεν σου έκανα format; Πολύ απαιτητικός δεν έχεις γίνει τελευταία; Μήπως να σε πάω σε ψυχολόγο, στην τελική ίσως αυτός να έχει λύση και για εσένα και για μένα. Και χλλααααπ έβαλε το χέρι της μέσα σε μια γυάλα με σταφύλια.
Κι ενώ η αράχνη απέμενε νηστική το αποτυχημένο κολατσιό, αυτή η μύγα, ξεκινούσε τα ταξίδια του σε ένα κουτί ούτε μισό μέτρο σε ύψος. Έτερον εκάτερον που θα έλεγε κι η φίλη μου η Χρυσούλα, σκέφτηκε η Βάγια. Θα ασχοληθώ αργότερα μαζί σου του λέει και τον απενεργοποιεί. Λευκό…

Ο Μηνάς έφτιαχνε παζλ και εξασκούσε έτσι την υπομονή του. Ήταν ένας πίνακας του Salvador Dali, “Femme a tete roses” η γυναίκα με τα ρόδα. Γιατί κι αυτός περίμενε να ανοίξει κάποια στιγμή το στόμα του σαν την νεκρή μορφή του λιονταριού που κοιτάζει την γυναικεία ύπαρξη να ασφυκτιεί σε ένα διχασμένο σώμα. Κοιτώντας το πρότυπο του παζλ, σκέφτηκε ο Μηνάς πως η γυναίκα απέναντι από την γυναίκα με τα ρόδα είναι το τρίτο πρόσωπο.
Τοποθετώντας τα κομμάτια συνειδητοποίησε πως πολλά μπορεί να έδειχναν ταιριαστά μεταξύ τους, αλλά μόνο ένα είναι που πραγματικά ταιριάζει με το άλλο. Κι αυτό πάει αλυσιδωτά, γιατί δεν υπάρχουν μόνο δύο κομμάτια για να φτιάξεις ένα παζλ. Μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν 1000. Ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει το ιδανικό κομμάτι έπιασε τον εαυτό του να μιλάει στο παζλ και τότε σκέφτηκε πως ήρθε η ώρα για διάλλειμα. μ α είχε φτιάξει ήδη σχεδόν το μισό περίγραμμα. Κι όμως διαρκώς σκεφτόταν ότι κάποιο κομμάτι το είχε βάλει λάθος δεν τον βοηθούσε καθόλου και ο φωτισμός. Ήταν και η μορφή στο φόντο που έδειχνε διαρκώς να περιμένει, που η σκιά του έπεφτε βαριά σχεδόν μέχρι το κάτω περίγραμμα.
Τον εκνεύριζε που ένιωθε αυτήν την μορφή τόσα οικεία, προτιμούσε το λιοντάρι από αυτό που χανόταν. Κι είχε πάψει πια να πιστεύει σε προαισθήματα. Σκέφτηκε λοιπόν μια βλακεία, σήμερα θα έβγαινε έξω ξυρισμένος μόνο από την μια πλευρά του προσώπου του. Κατεβαίνοντας από την άνω πόλη με το ποδήλατο, είπε στην κατηφόρα: «Τώρα εσύ ή θα με φας ή θα σε φάω»

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: