Κυριακή 15 Μαΐου 2011

Μπορούν οι λέξεις, να κυλούν, σαν δάκρυα, στρογγυλά κι αβίαστα που πέφτουν σαν κουμπάκια, συναντιούνται σε μια γούρνα. Θα μπορέσουν κάποτε να συναντηθούν σε μια γουλιά, να ξεγελάσει την δίψα μου και την δίψα σου- αν πάμε για μοιρασιά.
Κι όσα γίναν και δεν γυρνάν; Κοιμούνται, ανάμεσα από τα καμένα. Δειλιάζω να τα ξυπνήσω, να τα πετάξω, στο ξερό μου στόμα, που χάνει φωνήεντα, στα πρησμένα από το ξενύχτι κι από τους μαραθώνιους ύπνους μάτια μου, στην πικρή μου γλώσσα, στα ιδρωμένα χέρια μου, την μπουκωμένη μύτη μου.
Θα χρειαστούν πάλι προφάσεις για να φτιάξουν, το μέρος που δεν υπάρχει, αυτό που επιτρέπει συναντήσεις. Τα παλιά, τα λάθη, τα σβησμένα. Να σου ο εαυτός να κατσικώνεται πάνω στις μπούκλες που έφτιαξες μπροστά από τον καθρέφτη. Τις πατάει αλήθεια με τόση λύσσα… Δεν θέλει σου λέω ο εαυτός, υπερπαραγωγές, υποκλίσεις, επαναλήψεις…
Κι είναι αυτές οι λέξεις σαν δάκρυα κουτά και αναίτια, σαν στρίγγλισμα, και σαν πένθος, σαν μια κίνηση απελπισίας που πάει να πιαστεί στον ρυθμό που τραγουδάς, και φωνάζεις μαζί.
Που είναι η άλλη ζωή;
Μια γυναίκα που το δωμάτιο της μοιάζει με αυτά εδώ μέσα, που είναι μάλλον ανακυκλώσιμα, παρά αναλώσιμα, ένας άντρας που δεν χαμπαριάζει από τα ζόρια σου και σου ζητάει υπερβάσεις, κι ένα παιδί που σου γελάει πουλώντας σου ένα πακέτο τσίχλες.
Και μετά πάλι, με πρόφαση ή χωρίς, ένα ξύπνημα, τα χέρια μου που βρίσκουν τρόπους, να παραμερίσουν τα κλαδιά, η γλώσσα μου διψασμένη κι ευχαριστημένη από την βροχή, την αλμύρα, το σάλιο σου, τα μάτια μου που γυαλίζουν, από περιέργεια, λαχτάρα, από την ομορφιά του κόσμου, το χαμογελαστό μου στόμα, κι η μύτη μου που αρπάζει αναμνήσεις, για να φτιάξει ένα τώρα, κι ύστερα αναμνήσεις.
Μα πρέπει μια σταλιά, πιο κοντά, να πλησιάσω…

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ευτυχώς μπορούμε και βρίσκουμε ακόμη τις προφάσεις...

Φιλί,

caveman