Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Στο καφενείο, την ρωτούσαν ποιος είναι αυτός, περίεργοι μπαρμπάδες και κορίτσια ψόφια για τον βαρβάτο γαμιά, που θα μετατραπεί σε κουβαλητή του σπιτιού τους. Ο μηνάς ένιωσε εξαιρετικά αμήχανα, όταν ένας μεθυσμένος μουστακαλής του ξέρασε κάτι νουθεσίες μπερδεμένες με απειλές.
Κι η βάλια είχε βαρεθεί να εξηγεί στον εαυτό της και στους άλλους ότι ήταν απλά φίλοι, κι είχε βαρεθεί και τους χοντροκομμένους τρόπους τους, και είχε βαρεθεί να παλεύει με ανθρώπους που από στάση και θέση θεωρούσε ανάξιους. έλεγε ότι είχε βαρεθεί, μα τους άφηνε να της βάζουνε φτέρα χειροκίνητα, κι όταν τάχα άφοβα τους κοίταζε ανάμεσα απο τα πόδια, κι ύστερα αριστερά στο στήθος τους.
Μια μικροκαμωμένη γυναίκα χόρευε και με πλάγια βλέμματα την εξαγρίωνε.
Πήραν το skoda και τράβηξαν για το ποτάμι.
Βουτήξαν, το νερό ήταν αρκετά κρύο, ήταν μόλις απρίλης.

Η λεύκα άκουγε όλο το βράδυ αναστεναγμούς, ανάκατους με όρκους αγάπης, του αφηγήθηκε.
Και το πρωί χαράξαν μια καρδιά με τα ονόματα τους πάνω στο σώμα της, την συμπλήρωσε.
Ναι κι η καημένη η λεύκα αργοπέθαινε, από αγάπη. Από το αμάξι άκουγαν Fleetwood mac και είχαν πια βουτήξει και το ρεύμα ήταν αρκετά δυνατό, και τραγουδούσαν απαρηγόρητοι you can go your own way, τόσο απαρηγόρητοι που μια ιτιά χαμήλωσε κι άλλο για να πιαστούν σε μια μεριά.

Κι η ιτιά απλώνει πάντα τις σκέψεις της, τις ρίχνει χαμηλά, φτιάχνει γαϊτανάκια για τα τρίγωνα αλλά και πιασίματα κόντρα στο ρέμα.
Όχι από καμιά ιδιαίτερη συμπόνια, το κάνει κυρίως για να προστατέψει το σώμα της από καρδούλες, ονόματα, στιχάκια, ημερομηνίες και σύμβολα και για να κρύψει τις εκφράσεις που ζωγραφίζουν στο πρόσωπο της, οι ψίθυροι των ερωτευμένων.

Τον άφησε να βγει πρώτος, αφού είχαν μόνο μια πετσέτα, κρατήθηκε από τα κλαδιά της ιτιάς και τον κοίταζε να λύνει τα μαλλιά του, και την κοιτούσε σαν να την έβλεπε, όμως απλά την κοιτούσε, αφού ακόμη δεν είχε βάλει τα γυαλιά του…

Και πονούσε απερίγραπτα, που τον ήθελε και τον πάγωνε, ένιωθε κάπως, σαν να της είχαν δώσει δυο φτερά, με σανίδες να κρατάν τα πούπουλα, χειροκίνητα και είχε ξεκολλήσει τους καρπούς της για να το παίζει αγγελούδι.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Και ο κόμης είχε βαρεθεί να εξηγεί στον εαυτό του ότι παρέμενε απλώς φίλη του κι ότι δεν θα την έβγαζε γκόμενα στον αιώνα τον άπαντα.
Και πονούσε απερίγραπτα, που την ήθελε και της έκοβε την καλημέρα· όμως δεν γινόταν αλλιώς: είχε κουραστεί να της βρίζει τον (αντικειμενικά) ανάξιο γκόμενο της κατάμουτρα, ενώ αυτή τον άκουγε ψύχραιμα, χωρίς βίαιες αντιδράσεις…
Αλλά είπαμε: ηλίθια τε και αποβλακωτική κατάσταση ο έρως· μόνο η αγάπη σε σώζει. Εκτός κι εάν έχεις προλάβει να ερωτευτείς· δυστυχώς…
Και το μέλλον, ντιπ αβέβαιο.

Πως ήταν τα πράγματα στις Δυτικές θάλασσες, Φρ-φρ μου;

φούρφουλο είπε...

αλμυρά θα έλεγα αν και μια φορά βόλταρα όλη κι όλη στις θάλασσες.
πάρε ένα αλμυρό σάημπερ φιλί μπας και ξεχάσεις κι εσύ τα μεράκια σου.
πλάκα έχει η πρόταση που ξεκινάει με το εκτός κι αν..

να να νανανανανανανανανανανανανανανανανανα
(τραγουδιστά)