Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014



Η βάλια, ο μηνάς και ο αφρός της θάλασσας



Σάσα λιώστην μύγα μωρό μου..
Πο,πο πόσο λαχτάρησε να πιάσει την μέση από το παντελόνι της, να χαϊδέψει λίγο το σώμα της μέσα από τα ρούχα, τώρα που είχε καταφέρει να την παρηγορήσει. Που περπατούσε στο σκοτάδι χωρίς αυτές τις αμήχανες εκδραματίσεις της, να κλωτσάει τα κύμματα, να πετάει πέτρες , να βουρκώνει και να κατεβάζει κι άλλο το βαρύ της κεφάλι. Ήξερε  βλέπεις πως όλη αυτή η προετοιμασία δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που θα συναντούσε, κι ανησυχούσε. Όπως όμως τώρα άφηνε τα κύματα χαμογελώντας να ξεσπάν πάνω της την ένιωθε δυνατή, αρκετά μεγάλη για να κουμπώσει στο σώμα του.
Η Σάσα έλεγε πως είχε δυναμώσει, πως οι εμμονές της είχανε γίνει μόνιμες, ενσωμάτωνε λόγια από ένα βιβλίο για να αποφύγει την ορολογία που δεν είχε καλοχωνέψει κι έτσι του θύμιζε κορίτσια που κυλιόντουσαν στα πατώματα του, εντελώς μεθυσμένα, γεμάτα ανασφάλειες και μοναξιά. Μα ο ούγκο  δεν μπόρεσε να χωνέψει πως ήταν κυρίως η απαιτητική επιβίωση που αυτήν εδώ την σκλήραινε, αυτή κι η ελπίδα για αυτοπροσδιορισμό.
Η Σάσα ξύπναγε την ανατολή, με την ανάμνηση της εγκατάλειψης, το σώμα της κλωτσούσε, τραβιόταν  στην άκρη για να μην τον χτυπήσει.
Μια φορά, ίσως δύο είχε συμβεί αυτό. Είχε μεθύσει από νωρίς κι είχε αποκοιμηθεί. Ξύπναγε έτσι κι αλλιώς με το φως.  
Φλωροτράγουδα, έκλασα, τα φτυσε το κεφάλι μου για αυτά που κορόϊδευα, το πήρε απόφαση, τώρα, δεν γίνεται να μην αγαπήσεις ένα σώμα που σου προσφέρει ηδονή, όσο κι αν πρόβαλλες τον εαυτό σου πάνω του, δεν γίνεται να μην το καταλάβεις, να μην μυρίσεις την λαχτάρα και την κορύφωση του, δεν γίνεται να μην σηκώσεις ψηλά στα  χέρια σου την λέξη ανάγκη. Δεν γίνεται να προσφέρεις σε όλους ηδονή, έτσι κι αλλιώς δεν θα σε αγαπήσουν όλοι έσταξε  έπειτα λίγη ωριμότητα  στην σκέψη της. Συγχρονίστηκε και γέλασε.
Τα χέρια του δώσαν μια ώθηση στην μέση της, την γύρισε πάνω του. Λιώστην μύγα μωρό μου. Η παραλία ήταν γεμάτη θα μετάνιωναν το κάθε βογγητό, άσε που ένας τριπαρισμένος γύρευε από πότε, κυκλοφορούσε και μαλακιζόταν πάνω από αμήχανες λουόμενες. Πόσο απέχει από εμάς;
Αγκομαχούμε ανάμεσα σε λέξεις που ποτέ δεν βρήκαν τον δρόμο τους, με   μάτια διψασμένα για  χιλιάδες καθρεφτίσματα, παρατάμε  το σώμα μας στο  άγγιγμα να ξορκίσουμε την μοναξιά που η σιωπή μας υπενθυμίζει, σφίγγουν τα σώματα μας καθώς θυμούνται   χέρια που μας χάϊδεψαν και μας άφησαν χωρίς δέρμα, σε χέρια που πληγώθηκαν στα κομματάκια  της μνήμης μας, μυτερά μικρά κομμάτια, στην θέα τους το χέρι μου κλείνει και αγκυλώνει. Πλησιάζουμε, κι είναι η παρουσίαση μας μια τόσο μεγάλη υπόθεση, ξεχνιόμαστε σε αυτήν.
Απλώνουμε τα πανιά μας, και τους ευχαριστημένους μας ήχους και φτάνει αυτό, σαν τελετουργικό,  για να παρηγορήσουμε τις μεγάλες μας ταπεινώσεις, να ξεχάσουμε τα επ’ αόριστον κατεβασμένα μας ρολά, τα χαμηλωμένα μας μάτια σε κάθε μάλιστα, το μουρμουρητό που παραμονεύει κάθε μικρή μας υπέρβαση, τις λέξεις που σέρνονται, που μπλοκάρουν την ανατριχίλα, που σφουγγαρίζουν βιαστικά τις ευχαριστημένες μας εκκρίσεις. Κι ακόμα αυτήν την ανάγκη να μπούμε στην κρεατομηχανή, τόσο πραγματική και  επιτακτική κάθε πότε, που απαγορεύει τις εφηβικές μας αγκαλιές, την επιστροφή σε αυτό που υπήρξαμε. Σιγά μην φτάνει του είπε σιγανά ανάμεσα στα γλυκόλογα χωρίς να αλλάξει τον τόνο της φωνής της.
Αη στο διάολο μουρμούρισε αυτός στον ίδιο τόνο. Το γέλιο της ακούστηκε ήσυχο στην αρχή κι ύστερα δυνατά, σαν φωτάκια, σαν αστέρια που συνηθίζει το μάτι και μετά διακρίνει κι άλλο κι άλλο, σαν τα φώτα από τα σπιτάκια σε μια περιοχή που πριν την συνηθίσεις μοιάζει με έρημο, ακούσαν ένα άλλο γέλιο κι ύστερα κι άλλο ένα.
Τον Ούγκο δεν τον παρηγόρησαν τόσο αυτά τα γέλια. Γύρευε βλέπεις την συνύπαρξη και για αυτό μπορούσε να νιώσει το δυναμικό του όταν δεν τρέκλιζε ανάμεσα στα λόγια και τις εμπειρίες του. Τις στιγμές που  ένιωθε ανυπόμονος να πράξει και που αυτή η ανυπομονησία ήταν μοναχική και σιωπηλή, έτσι ώστε να συγχρονίζεται με διαφορετικές ταχύτητες και οπτικές. Την στιγμή για παράδειγμα, που λέγανε  για τα αγχολυτικά και για τον ναρκισσισμό, χωρίς αυτό το γαμώ-χριστιανικό το υποφέρω, ή όταν πχ  επιτρέπαν η μία στον άλλον ρίγη, και επιλεκτικά/ εκλεκτικά αγγίγματα. Ή όταν με έκπληξη συμπλήρωνε αυτή με  τα λόγια της τις περιγραφές από  τις τελευταίες του αναζητήσεις. Κι ο κυνισμός της τώρα, μια λίμνη γεμάτη πίκρα βάλτωνε την επιθυμία του. Κυνισμός που χωρίς αυτόν κι εκείνος ένιωθε πως ένα πουλί χτυπιόταν στο στήθος του. Το κάλμαρε όμως και της είπε πατρικά, τι νόημα έχει να ακούς ένα γέλιο από μακριά αν δεν το μοιράζεσαι; Πως γίνεται η συντροφιά να βασίζεται στο τυχαίο; Οι συνειρμοί μας είναι κάθε πότε αποπνικτικοί..  Την φοβόταν βλέπεις, αυτήν και την καθεμία που φορμάριζε με αυτόν τον τρόπο τις σκέψεις  της πριν να τις περάσει στα λόγια.
 Η Σάσα βέβαια πάλευε με τις εκκρίσεις του θυροειδή της αδένα κι αυτό το καλοκαίρι. Κι έκανε την διαδρομή σωματοποίηση- ψυχολογιοποίηση, αλεξάνδρας-  εξάρχεια, γιατί ανακάλυπτε κάμποσα χρόνια τώρα τι την πονάει, και δεν του επέτρεπε του γαμημένου να είναι μέσα της. Κι είπε αη στο διάολο κι οι ανείπωτες ιστορίες της βγήκαν κολυμπώντας στον αφρό. Οι θανατερές της συνειδητοποιήσεις γλύκαναν, καλύτερα να μην μάθεις, έδιωξε ένα τσσσσσσσσσσσσσσσσσς που σύρθηκε.
Κατάφερε όμως να του πει την λέξη  εμείς με ειλικρίνεια και ζεστασιά τόση που την συγχώρεσε για το γενικόλογο νοηματοδοτούμε την εμπερία μας. Άπλωσε έτσι αυτή νιώθοντας ασφάλεια το τσαντήρι της στο ανακουφισμένο του βλέμμα.   
Πίσω στην πόλη το σταχτύ στο δέρμα τους ξεπλύθηκε κάτω από τα ζεστά ντουζ.


Η Βάλια δανείζεται το όνομα της από μια  ηρωϊδα  του Enki Bilal, o Μηνάς δανείζεται το όνομα του από κάποιον τρελαμένο όχι για χάρη κάποιας ομοιότητας, αλλά για να επιτρέψει στον εαυτό του να αγκαλιάσει την Βάλια.

Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια: