Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

θα αργήσω

Την καλημέρα, μου την έδωσε ένα όμορφο κορίτσι, μου είπε αυτό μου το χαμόγελο να μην το τσιγκουνευτώ, ούτε να το ξοδέψω, να το αφήσω να στάξει παντού μέσα μου κι ύστερα να το μοιραστώ με αυτούς κι αυτές που αγαπάω. Συνέχεια σοφές γυναίκες έρχονται στον ύπνο ή στον ξύπνιο για να με συμβουλέψουν.
Γι αυτό, δεν θα έρθω φέτος, ξέρω με θυμάσαι ακόμη με την φράντζα μου και τα φουσκωμένα μου μάγουλα, να βγάζω πρώτη τις μπάλες και τα αστεράκια, να κλείνομαι στο δωμάτιο όταν μου λέγατε πως είναι νωρίς ακόμη.
Δεν θα έρθω, έχω την εικόνα αυτής της στραβοχυμένης νοσοκόμας, να μου ρίχνει πόρτα στο επισκεπτήριο, να μην ανοίγει καν για να μου εξηγήσει τον λόγο. Δεν έχει δοθεί εντολή λέει. Θέλω να την κρεμάσω στο δέντρο της ζωής που θα στολίσω, κι εσύ έχεις πάντα έτοιμη την απάντηση, θα πεις πως όπως πάντα και τώρα είναι νωρίς. Κι αυτό το δωμάτιο, που θα κλειστώ για να παρηγορηθώ, μου δημιουργεί μια υγιή οσφρητική παραίσθηση, μυρίζει σε μένα και μόνο, ιδρώτα χαπακωμένο, και θυμό ταπεινωμένο.
Ένα τουλούμι βροχή έπεσε πάνω μου το μεσημεράκι, είχα συντροφιά μια φίλη. Τα λέγαμε προχθές, θα φτιάξουμε ένα ολόκληρο δίκτυο υποστήριξης για να απαλλαγούμε από την παρθενιά μας. Την διανοητική και την συναισθηματική παρθενιά που μας κληροδοτήσατε. Οχ όμως δεν σε κατηγορώ, ξέρω γελάς όταν με θυμάσαι, μανιασμένη να τσιρίζω πως με γάμησε ο Χρήστος. Γελάς με την τρομάρα σου αρχικά και με την ασχετοσύνη σου, στις παρέες μου το με γάμησε ήταν με βάρεσε. Τώρα θέλω να παίξω πάλι, κι άμα σε δω μπορεί να μου ξεφύγει, αν δεν τα καταφέρουν με ματ, υμετ, οπκε, με τόνους προπαγάνδας, με υποσχέσεις ασφάλειας και ευημερίας, με ονειρώξεις αλλαγής, με επιστημονικούς αυνανισμούς, θα βάλουν τον αη βασίλη να μας γαμήσει. Γι αυτό δεν θα έρθω, θέλω στο δέντρο μου να κρεμάσω τους παραπάνω, κι οτιδήποτε κυκλοφορεί αυτές τις μέρες με φωτοστέφανο. Και βαριέμαι να σε ακούσω να μου λες για το μήνυμα των ημερών. Πίσω από τον ήλιο, κάτω από το χώμα οι άγιοι σου.
Στην άλλη άκρη, πέρα από την γέφυρα φαινόντουσαν κομμάτια από γαλάζιο ουρανό, σαν να λέμε εδώ έβρεχε μα εκεί είχε ήλιο. Θυμήθηκα το ουράνιο τόξο, κι έπειτα αυτό το πλάσμα που φυλάει ένα πιθάρι με χρυσό. Αυτό το πλασματικό δεν είναι που κυνηγάει, και τρέχουμε και ποτέ δεν προλαβαίνουμε την συνείδηση μας; Δεν θα έρθω, θα σου ζητήσω δανεικά κι αγύριστα, για να βοηθήσεις κι εσύ τους συντρόφους που βρέθηκαν να χρωστάνε εγγύηση σε στυγνούς εγκληματίες και τις συντρόφισσες να μην αργοπορήσουν στις συναντήσεις με τις δικές τους συνειδήσεις. Ξέρεις από όταν έμπλεξα την μοίρα μου με αυτούς κι αυτές, τους επικίνδυνους και τις επικίνδυνες για την σιγουριά σου, νιώθω πως το ζουμί της ύπαρξης μου, μπήκε σε ένα δοχείο, και μέσα από αυτό επικοινωνεί με άλλα δοχεία. Μια μήτρα από την οποία δεν θα βγω, αν δεν αλλάξω, αν δεν αλλάξουμε τον έξω, τον παρηκμασμένο κόσμο. Με αυτό το υγρό πότιζα πριν κάμποσο καιρό, ένα άλλο δέντρο όχι το δικό μου, δεν κατάφερε να μεγαλώσει, οι ρίζες του με αρνιόντουσαν, κι ύστερα άρχισε να με ξερνάει, θολωμένο από το χώμα. Τουλάχιστον όμως λέρωσε το σαλονάκι μιας κάποιας ευτυχισμένης οικογένειας. Θα πρέπει πια και τα λαμπάκια του, να έχουν βραχυκυκλώσει. Επιστρέφοντας στον εαυτό μου κατάλαβα, πως πότιζα με δάκρυα, τα οποία είναι ανίκανα να επικοινωνήσουν όλο μου το υλικό.
Ποτέ δεν με αφήνεις να μισήσω και με δωροδοκείς συνήθως με συναισθήματα που δεν μοιάζουν με την αγάπη, είναι εθιστικά όμως κι επικίνδυνα. Δεν θα έρθω, μισώ το ύφος της συγχώρεσης που φοράω για να σου αρέσω. Στο δέντρο μου, θα κρεμάσω τα τομάρια, όλων αυτών που αλυχτάνε στους δρόμους, σημειώνουν τις ζωές μας, προσπαθούν να ορίσουν τα βήματα μας, περιμένουν ευκαιρία να μας χιμήξουν. Γιατί ακόμη κι όταν με προσπερνάνε, ορμάνε στους διπλανούς, τις διπλανές μου. Να την θυμάσαι σε παρακαλώ αυτήν σου την συγκίνηση, όταν διάβαζες αυτήν την εφημερίδα «απατρίς», και να με καταλάβεις, να μην μου πεις πως σκορπάω την δυναμική μου όταν ονειρεύομαι φασίστες κρεμασμένους στο δέντρο μου. Και συμβαίνει μερικές φορές αυτό το καταραμένο ραντεβού, να είναι και το πιο ωραίο.
Θυμάσαι κάποτε, χωρίς την φράντζα μου, χωρίς τα μάγουλα μου, είχα τρέξει να κρυφτώ κοντά σου, κομματιασμένη, σου είχα εκμυστηρευτεί την αποτυχία μου και δεν καταδέχτηκες καν να την καταπιείς, πόσο μάλλον να την χωνέψεις. Το είχες ρίξει πάλι στα μεταφυσικά, κι όταν είδες πως δεν είχαν αποτέλεσμα μου έφτυσες ειρωνικά « Σε αγαπάν πολλοί οι φίλοι σου εε; ».
Στο κράτησα καιρό κι έπειτα εκδικητικά αυτήν την φορά σου εκμυστηρεύτηκα ένα κοινό με τον συνέταιρο στην μεταξύ μας αποτυχία μυστικό. Ότι αγαπάμε σε αυτόν τον κόσμο, έχει να κάνει με την καταστροφή του. Ναι είναι αλήθεια, η δύναμη του είναι μεγάλη, τα ξόρκια του είναι ακόμη στην πλάτη μου, με έφτυσε σε μια βαρβαρότητα που τότε δεν μπορούσα να χωνέψω. Μα τώρα προχωράω, αντίθετα σε αυτόν τον κόσμο, ο φόβος για το μίσος του, έβγαλε την δικιά μου βούληση κι οι τότε πόνοι ήταν σπασμοί μιας δικιά μας γέννας. Αν δεν καταφέρω να συνεχίσω να τον μισώ κι εγώ αυτόν τον κόσμο δεν θα κάνω χατήρι στην ψυχή μου, μα στο τομάρι μου. Αυτό το τομάρι θα το κρεμάσω σε αυτήν την περίπτωση, στο δέντρο μου.
Κι επειδή πρέπει να σοβαρευτώ και κανείς σοβαρός άνθρωπος δεν μιλάει αυτές τις μέρες με την μάνα του, ο χαιρετισμός στο τέλος πάει στον μάνο (man oh!) μου.
Σε αγαπώ και σε θυμάμαι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: